κακόπατρις

κακόπατρις
κακόπατρις
base-born
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόπατρις — κακόπατρις, άτριδος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύ πατρις, φιλό πατρις] …   Dictionary of Greek

  • κακοπάτριδα — κακόπατρις base born fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπατριν — κακόπατρις base born fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπατρίδης — κακοπατρίδης, αιολ. τ. κακοπατρίδας, ὁ (Α) κακόπατρις*, ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρίς, ίδος (πρβλ. ευ πατρίδης)] …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱԳԱՒԱՌԵԱՅ — ( ) NBH 2 0564 Chronological Sequence: 5c ա. κακόπατρις mala patria ortus. Աննշան գաւառի կամ հայրենեաց ծնունդ. *Ի վերայ կացի ձեր՝ փոքրս ես, եւ չարագաւառեայ. Առ որս. ՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”